- σπεράντζα
- [сперацдза] ουσ θ парусник.
Эллино-русский словарь. 2014.
Эллино-русский словарь. 2014.
Βρανά, Σπεράντζα — (Μεσολόγγι 1932 –). Ηθοποιός και τραγουδίστρια. Από τα μπουλούκια της δεκαετίας του 1940, πέρασε στο θέατρο, έπαιξε στο έργο των Σακελλάριου Γιαννακόπουλου Άνθρωποι Άνθρωποι, και μετά καθιερώθηκε στο θέατρο Ακροπόλ στη δεκαετία του 1950. Η Β.… … Dictionary of Greek
σπεράντσα — και σπεράντζα, η, Ν ναυτ. μεγάλη, βαριά εφεδρική άγκυρα, που χρησιμοποιείται σε έσχατη ανάγκη, όταν το πλοίο κινδυνεύει να εξοκείλει και δεν μπορούν να τό συγκρατήσουν οι συνήθεις άγκυρες, αλλ. ιερή άγκυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. speranza «ελπίδα»] … Dictionary of Greek
Μεμέλης, Απόστολος — (Σιγή Προύσας, Μικρά Ασία 1876 – 1935). Γιατρός και λογοτέχνης. Σε μικρή ηλικία εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στην Κωνσταντινούπολη. Σπούδασε ιατρική στη Γερμανία και επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη· εκεί, άσκησε το ιατρικό λειτούργημα μέχρι το… … Dictionary of Greek